- μουρλός
- -ή, -όο τρελός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουρλός — ή, ό 1. τρελός, ανισόρροπος, ζουρλός 2. ασύνετος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μωρο λόγος, με κώφωση τού ω σε ου (για τον σχηματισμό πρβλ. ἁρματο λόγος > ἁρματολός). Κατ άλλους, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών μωρός + λωλός ή από το ρ.… … Dictionary of Greek
μουρλαίνω — [μούρλος] 1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω 2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του») β) ερεθίζω, ζαλίζω («τόν μούρλανε με τα χάδια της») 3. παθ. μουρλαίνομαι κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά… … Dictionary of Greek
κουζουλός — ή, ό 1. παράφρονας, μουρλός. 2. κουλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)